Στα μέσα Μαΐου του 2010, λίγο μετά το τέλος της ακαδημαϊκής μας χρονιάς, η Έμιλι κι εγώ γυρίσαμε στην Κύπρο για νέες συζητήσεις με τον πατέρα Μάξιμο. Θεωρούσα ότι η δουλειά μου είχε ολοκληρωθεί ουσιαστικά, επομένως δεν χρειαζόμουν άλλο υλικό για το βιβλίο.
Όμως, η Έμιλι επέμενε να γνωρίσω έναν Κύπριο επιχειρηματία τον οποίο δεν γνώριζε η ίδια, αλλά που, σύμφωνα με μια στενή φίλη της, τη Θέκλα, είχε μια εκπληκτική ιστορία την οποία έπρεπε να ακούσω.
Έχοντας ακούσει πολλές θαυμαστές και παραφυσικές ιστορίες, ήμουν απρόθυμος να επενδύσω κι άλλο χρόνο σε νέες γνωριμίες. Όμως, όπως συνήθως, η διαίσθηση της Έμιλι αποδείχθηκε απόλυτα εύστοχη.
Τελικά, πείσθηκα να γνωρίσω τον Γιάννη, τον άγνωστο με την ασυνήθιστη εμπειρία…
Ο Γιάννης στην αρχή αντιμετώπισε με καχυποψία τις προθέσεις της Έμιλι, όταν έλαβε το τηλεφώνημά της. «Πώς βρήκατε τον αριθμό μου;» ήταν η πρώτη του αντίδραση.
Όπως φαίνεται, η ιστορία του ήταν ένα μυστικό που το γνώριζε μόνο ένας μικρός κύκλος έμπιστων φίλων. Η Θέκλα την είχε μάθει έμμεσα, από φίλους στην ενορία της είναι πάντα δύσκολο να κρατήσεις μυστικά στην Κύπρο Όταν, όμως, η Έμιλι του εξήγησε το λόγο του τηλεφώνημα της, ο άγνωστος μαλάκωσε κάπως.
«Έχω διαβάσει τα βιβλία του συζύγου σας», είπε. «Και δεν θα είχα αντίρρηση να του αφηγηθώ την ιστορία μου».
Μια Δευτέρα πρωί, δύο μέρες μετά το τηλεφώνημα της Έμιλι, ο Γιάννης έφτασε στο διαμέρισμά μας μαζί με ένα φίλο του, τον Σωτήρη, συνταξιούχο κρατικό υπάλληλο. Στην αρχή έδειχνε ανήσυχος, αλλά όταν αρχίσαμε να μιλάμε, ξεπέρασε την επιφυλακτικότητά του.
Το γεγονός ότι ο φίλος του ήταν πνευματικός μαθητής του πατρός Μαξίμου μας βοήθησε να δημιουργήσουμε μια φιλική επαφή από την αρχή. Ύστερα από μερικά λεπτά προεισαγωγικών εξηγήσεων, ο Γιάννης άρχισε να αφηγείται την ιστορία του λεπτομερειακά.
Ήταν ένας πενηντάχρονος επιχειρηματίας, παντρεμένος, με δύο παιδιά, δύο κόρες εφηβικής ηλικίας. Σε ένα επιχειρηματικό ταξίδι σε μια πρώην σοβιετική δημοκρατία, τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν φυλακή με πλαστές κατηγορίες σωματεμπορίας.
Μας εξήγησε ότι οι δεσμοφύλακες στην πραγματικότητα ανήκαν σε ένα κύκλωμα τύπου μαφίας και η σύλληψή του έγινε με σκοπό να του αποσπάσουν λύτρα.
Απαίτησαν τριάντα χιλιάδες ευρώ. Σύμφωνα με τον Γιάννη, η τοπική μαφία συνεργαζόταν με διεφθαρμένους πολιτικούς που είχαν διασυνδέσεις με το δικαστικό σύστημα της χώρας. «Κόντευα να τρελαθώ», μας είπε. «Δεν είχα ιδέα τι θα μου συνέβαινε και οι συνθήκες ζωής στη φυλακή ήταν άθλιες. Κρύωνα και πεινούσα».
Αφού δεν ήξερε την τοπική γλώσσα και δεν είχε κανέναν για να τον υπερασπιστεί, ο Γιάννης βρέθηκε σε έναν καφκικό εφιάλτη….
Η οικογένειά του στην Κύπρο αγωνιούσε. Η γυναίκα του κατάφερε να προσλάβει ένα δικηγόρο, ο οποίος ήρθε σε επαφή μαζί του. Μέσω του δικηγόρου, η θρήσκα μητέρα του του έστειλε την Αγία Γραφή και ένα βιβλίο με τους βίους των αγίων.
«Δεν ήμουν θρήσκος άνθρωπος», εξήγησε ο Γιάννης. «Δεν είχα ξαναδιαβάσει ποτέ την Αγία Γραφή ούτε και κανένα άλλο θρησκευτικό βιβλίο. Όμως, μέσα σε εκείνη την ολοκληρωτική απόγνωση και απομόνωση, άρχισα να διαβάζω αυτά τα δύο βιβλία όταν δεν με έβλεπαν οι φύλακες, καθώς το διάβασμα απαγορευόταν».
Ένα βράδυ, καθώς ο Γιάννης ήταν ξαπλωμένος στην κουκέτα του τρέμοντας και νιώθοντας απαίσια, εμφανίστηκε στο κελί του ένας ηλικιωμένος μοναχός και του είπε ότι ήταν ο γέροντας Παΐσιος από το Άγιο Όρος.
Ο Γιάννης έσπευσε να μας διαβεβαιώσει ότι δεν είχε ξανακούσει ποτέ για τον Παΐσιο και δεν ήξερε ποιος ήταν.
Το βιβλίο με τους βίους των αγίων που του είχε στείλει η μητέρα του δεν έγραφε τίποτα για τον συγκεκριμένο γέροντα.
«Ό γέροντας Παΐσιος σε εκείνο το όραμα μου είπε: “Τέκνον μου, μη φοβάσαι. Έχε πίστη και θα σε βοηθήσω να φύγεις από αυτό το μέρος. Αλλά πρέπει να μου υποσχεθείς πως όταν γυρίσεις στην Κύπρο, θα αναζητήσεις το γέροντα Σεραφείμ και θα τον έχεις ως πνευματικό και εξομολογητή σου”.
Δεν είχα ξανακούσει ποτέ ούτε για το γέροντα Σεραφείμ», είπε ο Γιάννης. Μας είπε ότι είδε αρκετά ακόμα οράματα με το γέροντα Παΐσιο στο κελί του και ότι ο γέροντας του έδινε κουράγιο όσο κράτησε η εξάμηνη δοκιμασία του.
Ο Γιάννης δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν παραληρούσε και δεν έβλεπε πράγματα που δεν υπήρχαν. Επιπλέον, τα οράματά του ήταν θεραπευτικά. Απαλλάχθηκε από το φόβο του και άρχισε να ελπίζει ότι τα δεινά του θα λάμβαναν τέλος σύντομα.
Αν ήταν εκεί παρόντες συμβατικοί ψυχολόγοι ή ψυχίατροι για να ακούσουν την αφήγηση του Γιάννη, είμαι σίγουρος ότι θα ερμήνευαν τα οράματά του ως παραισθήσεις, αποκυήματα ενός εγκεφάλου υπό ακραία πίεση.
Δεν θα μπορούσαν να βγάλουν άλλο συμπέρασμα, αφού η συμβατική επιστήμη, λειτουργώντας στο πλαίσιο της αναγωγιστικής κοσμοθεωρίας της νεωτερικότητας, δεν προσφέρει άλλες εξηγήσεις.
Ήμουν σίγουρος, όμως, ότι η εμπειρία του Γιάννη δεν μπορούσε να εξηγηθεί με τέτοιο συμβατικό τρόπο. Έχω γνωρίσει προσωπικά ανθρώπους που είναι απόλυτα σώφρονες και φυσιολογικοί, αλλά έχουν βιώσει τέτοιες εμπειρίες και, έτσι, ήμουν ανοιχτός στο ενδεχόμενο αυτή η εμπειρία να ήταν αυθεντική.
Ο Γιάννης τόνισε ότι δεν είχε καμία αμφιβολία πως τα οράματά του ήταν πραγματικά. Με τη βοήθεια του δικηγόρου του, αποφυλακίστηκε προσωρινά μέχρι την εμφάνισή του στην παρωδία δίκης που θα γινόταν, όπως το έθεσε. Ο δικηγόρος του, όμως, τον συμβούλευσε να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία και να το σκάσει, γιατί, όπως τον προειδοποίησε, «δεν θα βρεις δικαιοσύνη εδώ και δεν θα μπορέσεις να φύγεις από τη χώρα ζωντανός».
Ο Γιάννης κατάφερε να το σκάσει από τη χώρα. Ανησυχούσε ακόμη μήπως το κύκλωμα της μαφίας τον καταδίωκε μέχρι την Κύπρο και γι’ αυτόν το λόγο αντέδρασε καχύποπτα όταν έλαβε το τηλεφώνημα της’Εμιλι.
Με την επιστροφή του στην Κύπρο, ο Γιάννης ανακάλυψε ότι ο γέροντας Σεραφείμ ήταν όντως υπαρκτό πρόσωπο, ένας γερο-ερημίτης που συνδεόταν με ένα από τα αρχαία ορεινά μοναστήρια του νησιού.
Εκπληρώνοντας το αίτημα του γέροντα Παΐσιου, επικοινώνησε με το γέροντα Σεραφείμ για εξομολόγηση και πνευματική καθοδήγηση. Αυτός, με τη σειρά του, δέχθηκε τον Γιάννη ως μαθητή του. Έτσι, ο Γιάννης από αγνωστικιστής έγινε βαθιά θρήσκος.
«Βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων», μας είπε, «μπορώ να πω ότι η δοκιμασία μου ήταν το καλύτερο πράγμα που μου συνέβη στη ζωή μου. Μέσα από αυτήν ανακάλυψα τον Θεό».
Μία εβδομάδα αργότερα, η ‘Εμιλι κι εγώ, μαζί με τον Γιάννη και το φίλο του τον Σωτήρη, ταξιδέψαμε σε μια δασώδη απομακρυσμένη περιοχή στους πρόποδες του Σταυροβουνίου για να συναντήσουμε τον πατέρα Σεραφείμ.
Ο γέροντας Σεραφείμ ήταν μια πραγματική έκπληξη. Για ενενηντάχρονο μοναχό, ήταν απίστευτα ακμαίος και γεμάτος φωτεινή ενέργεια.
Πραγματικά, έδειχνε τουλάχιστον τριάντα χρόνια μικρότερος από την πραγματική του ηλικία. Λεπτός και με μέτριο ύψος, μου θύμισε έναν από εκείνους τους σπάνιους εντυπωσιακούς ενενηντάρηδες αθλητές που τρέχουν ακόμη σε μαραθώνιους.
Γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι ο γέροντας εξέφραζε όλους τους καρπούς του Πνεύματος που είχε συζητήσει μαζί μας ο πατήρ Μάξιμος και για τους οποίους είχε γράψει ο Απόστολος Παύλος.
Πραγματικά, ο πατήρ Σεραφείμ μου θύμισε το γέροντα Παΐσιο, τον οποίο είχα γνωρίσει το 1991, δύο χρόνια πριν αναπαυθεί. Όπως και Παΐσιος, ακτινοβολούσε μια άπλετη αφοπλιστική αγάπη και μια πηγαία χαρά που σε ηλέκτριζε.
Η εύθυμη διάθεσή του, που θύμιζε επίσης το γέροντα Παίσιο, έκανε εγκάρδια τη συζήτηση και δημιουργούσε μια άμεση σύνδεση καρδιάς. Από προσωπική άποψη, χάρηκα όταν ανέφερε οτι είχε διαβάσει αρκετές φορές τις ελληνικές μεταφράσεις τον Όρους της Σιωπής και των Δώρων της Ερήμου και εξέφρασα μεγάλο θαυμασμό για τον πατέρα Μάξιμο.
Αφού ανάψαμε τα κεριά μας στο μικρό του παρεκκλήσι όπου έκανε τις ολονυκτίες και τις προσευχές του, ο γέροντας Σεραφείμ μας έδειξε το πλούσιο και περιποιημένα περιβόλι του, το οποίο φρόντιζε ο ίδιος. Αυτός και η ‘Εμιλι αντάλλαξαν πληροφορίες για διάφορα φυτά και τα μυστικά τους.
Μετά, καθίσαμε και οι πέντε σε παγκάκια κάτω από μια κληματαριά, ενώ ο γέροντας Σεραφείμ μας μίλησε για τη ζωή του. Στο μεταξύ, ο Γιάννης, δείχνοντας την εξοικείωσή του με το ερημητήριο, μας ετοίμαζε αναψυκτικά.
Μέχρι τα εβδομήντα του, ο γέροντας Σεραφείμ ήταν άθεος και ένα από τα πρώτα μέλη μεγάλου κόμματος του νησιού.
«Μπήκα στο κόμμα στα δεκαπέντε μου», μας είπε, «επειδή από πολύ νωρίς στη ζωή μου είχα ένα τρομερό πάθος με τη δικαιοσύνη. Κοίταζα γύρω μου και το μόνο που έβλεπα ήταν η εκμετάλλευση των φτωχών από τους πλούσιους. Οι μοναδικοί που πάλευαν για εντιμότητα και δικαιοσύνη ήταν οι συνδικαλιστές, οι οποίοι εκείνη την εποχή ήταν όλοι μέλη του κόμματος. Έτσι μπήκα στο κόμμα. Πίστευα ότι το κόμμα είχε τις απαντήσεις σε όλα τα προβλήματά μας. Η θρησκεία δεν ήταν για εμένα. Ήταν το όπιο του λαού».
Ο γέροντας Σεραφείμ παντρεύτηκε και έκανε τρία παιδιά, δύο γιους και μία κόρη. «Αντίθετα από εμένα», μας είπε, «η γυναίκα μου ήταν πολύ θρήσκα και πήγαινε στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Τη συνόδευα μέχρι εκεί και μετά πήγαινα σε ένα κοντινό καφενείο κι έπαιζα χαρτιά ή τάβλι μέχρι να τελειώσει η λειτουργία. Μετά, γύριζα μαζί της σπίτι…»
«Φανταστείτε, δεν είχα μπει ποτέ μου σε εκκλησία από τα δεκαπέντε μου μέχρι τα εβδομήντα. Ήμουν άθεος επί πενήντα πέντε χρόνια!»
Ο γέροντας Σεραφείμ γέλασε τρανταχτά!
Μετά, συνέχισε λέγοντας ότι οι άνθρωποι που είχε γνωρίσει στο κόμμα δεν ήταν κακοί άνθρωποι. Είχαν καλές προθέσεις και ενδιαφέρονταν ειλικρινά για το κοινό καλό. Αυτοί ήταν που, στο διάστημα της βρετανικής κυριαρχίας, δούλεψαν ενεργά για να θεσπιστεί νομοθετικά η οκτάωρη εργασία και άλλοι νόμοι που προστάτευαν τα δικαιώματα των εργατών.
Σε ένα σημείο της ζωής του, λόγω οικονομικών δυσκολιών, ο πατήρ Σεραφείμ μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Λονδίνο, όπου έγινε επιτυχημένος επιχειρηματίας ανοίγοντας εστιατόρια που σέρβιραν ένα από τα τυπικά φαγητά των Άγγλων, ψάρι με τηγανητές πατάτες. Όλο αυτό το διάστημα παρέμεινε αφοσιωμένος στην ιδεολογία του. «Μου άρεσαν, επίσης, τα τυχερά παιχνίδια», πρόσθεσε γελώντας. «Ήταν ένα από τα πολλά μου βίτσια. Βλέπετε, δεν πίστευα σε τίποτα άλλο πέρα από την ύλη».
Ύστερα από αρκετά χρόνια στην Αγγλία, ο πατήρ Σεραφείμ επέστρεψε στην Κύπρο και επένδυσε τις οικονομίες του σε ένα ξενοδοχείο στη Λεμεσό. Τα παιδιά του έκαναν δικές τους οικογένειες κι αυτός επέστρεψε στις πολιτικές του δραστηριότητες.
Μια προσωπική κρίση, για την οποία δεν μας έδωσε λεπτομέρειες, άλλαξε ριζικά την κοσμοθεωρία του.
«Σε μια στιγμή απελπισίας», συνέχισε, «έπεσα στα γόνατα και φώναξα:
“Θεέ μου, αν υπάρχεις, δείξε μου ένα σημάδι της ύπαρξής σου και βοήθησέ με, με τα προβλήματά μου!”»
Αυτό ήταν ένα σημείο καμπής στη ζωή του πατρός Σεραφείμ, που, πριν γίνει μοναχός, λεγόταν Ανδρέας.
Βίωσε μια πνευματική εμπειρία, μια κλασική αποκάλυψη σαν του Παύλου στο δρόμο προς τη Δαμασκό, στην οποία, όπως είπε ο ίδιος, «εντελώς ξαφνικά οι ουρανοί άνοιξαν και είδα την εκθαμβωτική δόξα του Θεού».
Κούνησε το κεφάλι και είπε ότι, δυστυχώς, δεν υπάρχουν οι κατάλληλες λέξεις για να εξηγήσει τι του είχε συμβεί… Ένα πράγμα ήταν βέβαιο σε ηλικία εβδομήντα ετών, η συνειδητότητα του πατρός Σεραφείμ άλλαξε ριζικά.
Ενώ ήταν άθεος, μεταμορφώθηκε σε έναν βαθιά ευλαβικό πιστό, σε τέτοιο σημείο ώστε, με τη συναίνεση της γυναίκας του, αποφάσισε να γίνει μοναχός και να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σε συνεχή προσευχή και περισυλλογή. Μάλιστα, η γυναίκα του αποφάσισε να γίνει κι αυτή μοναχή και, μαζί με τον άντρα της, να αφιερώσει τα υπόλοιπα χρόνια της στην επιδίωξη της ένωσης με τον Θεό. Δυστυχώς, πέθανε τρεις μήνες μετά την απόφασή της να πάει σε μοναστήρι.
Ο πατήρ Σεραφείμ επισκέφθηκε μερικά μοναστήρια ζητώντας να γίνει δόκιμος μοναχός, αλλά τον απέρριπταν για τί ήταν πολύ μεγάλος σε ηλικία για να μονάσει.
Σε μια από τις μονές, ένας μοναχός του είπε ότι «τα μοναστήρια δεν είναι οίκοι ευγηρίας. Άλλωστε, δεν δεχόμαστε παντρεμένους εδώ.
Ο πατήρ Σεραφείμ (ή Ανδρέας εκείνη την εποχή) πήγε στο Άγιο Όρος και συμβουλεύτηκε έναν σεβαστό ερημίτη. Αυτός του είπε να επιστρέφει στην Κύπρο και τον διαβεβαίωσε ότι θα τον δέχονταν στην τελευταία μονή που τον είχε απορρίψει.
Με την επιστροφή του στο νησί, πήγε πάλι σε αυτό το μοναστήρι και δήλωσε: «Ήρθα εδώ για να μείνω και δεν έχω σκοπό να φύγω».
Ο γέροντας της μονής, ένας φημισμένος άγιος άνθρωπος που ήταν προικισμένος με διόραση (και ο οποίος έπαιξε επίσης ένα ρόλο στην αρχή της πνευματικής ζωής του πατρός Μαξίμου), έκανε μια μεγάλη συζήτηση μαζί του.
Συνειδητοποίησε ότι η εμπειρία του πατρός Σεραφείμ ήταν μια γνήσια εκδήλωση του Αγίου Πνεύματος και του έδωσε άδεια να παραμείνει στη μονή. Έτσι, ο πατήρ Σεραφείμ μεταβίβασε την περιουσία του στα παιδιά του και έγινε μοναχός.
«Επί δύο χρόνια», μας είπε ο πατήρ Σεραφείμ, «προσπάθησα να είμαι υποδειγματικός δόκιμος, δείχνοντας ολοκληρωτική υπακοή στον μοναστικό τρόπο ζωής και στο γέροντα. Ταυτόχρονα, επειδή είχα πολλές πρακτικές ικανότητες από τις εμπειρίες μου στον κόσμο, ήμουν πολύ χρήσιμος στη μονή. Δεν τους έγινα βάρος όπως φοβήθηκαν στην αρχή και κατέληξαν να εκτιμήσουν τη διαμονή μου εκεί».
Όμως, ο πατήρ Σεραφείμ βρήκε τη ζωή στη μονή πολύ εύκολη και λαχταρούσε μεγαλύτερες πνευματικές προκλήσεις. Βιαζόταν να προχωρήσει…
Το πάθος του ήταν να ενωθεί με τον Δημιουργό του όσο πιο γρήγορα μπορούσε, πριν φύγει από αυτή τη ζωή. Η πνευματική εμπειρία του τον έκανε να νιώθει ανυπομονησία με οτιδήποτε λιγότερο. Ο γέροντας της μονής, που ήταν ο ίδιος τέσσερα χρόνια νεότερος από τον πατέρα Σεραφείμ, αναγνωρίζοντας τα ειδικά του χαρίσματα και την ασυνήθιστη πνευματική του κατάσταση, τον έκειρε «μεγαλόσχημο», που είναι το ανώτατο επίσημο αξίωμα για έναν μοναχό, το αντίστοιχο ενός διδακτορικού.
Επιπλέον, του έδωσε την ευλογία του για να γίνει ερημίτης και να αφιερώσει την υπόλοιπη ζωή του σε ένα πιο αυστηρό πρόγραμμα προσευχής.
Ο πατήρ Σεραφείμ πήρε άδεια να χρησιμοποιήσει ένα ερημητήριο που ήταν ιδιοκτησία μιας άλλης μονής, σε μικρή απόσταση στο πευκόφυτο βουνό.
Εκεί, ζούσε με ακατάπαυστη προσευχή σχεδόν είκοσι χρόνια. Έτρωγε μόνο μία φορά τη μέρα, νήστευε τις περισσότερες μέρες του έτους και δούλευε μερικές ώρες κάθε μέρα στον κήπο του για να έχει να τρώει.
Επιπλέον, κάθε μέρα από τις εννιά μέχρι τις έντεκα το πρωί καλωσόριζε προσκυνητές που ζητούσαν πνευματική καθοδήγηση. Την περισσότερη ώρα, όμως, την περνούσε με προσευχή, ενώ κοιμόταν ελάχιστα. Κάθε βράδυ, ο πατήρ Σεραφείμ είχε ολονυκτία. Προσευχόταν για το καλό των άλλων και του κόσμου και για τη δική του σωτηρία.
«Δεν ήμουν ποτέ πιο ευτυχισμένος σε όλη μου τη ζωή», μας είπε με συγκίνηση στη φωνή του. Ο πατήρ Σεραφείμ ήταν ζωντανό παράδειγμα χαρούμενου ανθρώπου.
Βασισμένοι στο χρόνο που περάσαμε μαζί του, δεν είχαμε καμιά αμφιβολία ότι αυτά που μας είπε ήταν αλήθεια. «Η αγάπη και η ευσπλαχνία του Θεού για κάθε άνθρωπο είναι ανείπωτη, πιστέψτε με!» μας είπε επανειλημμένα. Ήταν το ίδιο μήνυμα που είχα ακούσει να επαναλαμβάνει ο γέροντας Παΐσιος όταν τον γνώρισα με τον Αντώνη και τον πατέρα Μάξιμο το 1991.
Ήταν επίσης το μήνυμα που είχαμε ακούσει από έναν άλλον σεβαστό ερημίτη στο πρόσφατο ταξίδι μας στο Αγιο Όρος.
Πραγματικά, εκείνος ο ερημίτης δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του καθώς μας μιλούσε για τη δύναμη της αγάπης του Χριστού για όλους τους ανθρώπους.
Όπως και ο πατήρ Σεραφείμ, μιλούσε με τη βεβαιότητα του ανθρώπου που είχε άμεση εμπειρία της αγάπης του Θεού για τα πλάσματά Του.
Ο πατήρ Σεραφείμ μας παρακίνησε να τον επισκεφθούμε πάλι στο ερημητήριό του και συμφώνησε ευχαρίστως όταν η Έμιλι του ζήτησε στην επόμενη επίσκεψή μας να φέρουμε μαζί μας το φίλο μας τον Βλαδίμηρο. Αφού ήταν και οι δύο πρώην μέλη του ίδιου κόμματος, θα είχαν πολλά πράγματα να συζητήσουν.
Όμως, ο απώτερος σκοπός της Έμιλι ήταν να βοηθήσει ο πατήρ Σεραφείμ τον Βλαδίμηρο να ξεπεράσει την κατάθλιψη και το φόβο του για τα γηρατειά και το θάνατο.
Την επόμενη εβδομάδα πήγαμε τους φίλους μας από τη Λεμεσό στο ερημητήριο του πατρός Σεραφείμ και ο γέροντας υποδέχθηκε εγκάρδια τον Βλαδίμηρο και τη γυναίκα του, την Ελενα, με την προσφώνηση «αγαπημένοι μου φίλοι».
Μιλώντας μαζί τους, τους αφηγήθηκε πολλές ιστορίες σχετικές με την προσωπική του μεταμόρφωση που τον έστρεψε από το κόμμα στην αποκλειστική αναζήτηση του Θεού.
Όμως, ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης ανάμεσα στον πατέρα Σεραφείμ και τον Βλαδίμηρο αφορούσε ανθρώπους και γεγονότα από τα πολλά χρόνια που είχαν περάσει και οι δύο στο ίδιο κόμμα. Αυτό από μόνο του αναζωογόνησε τον Βλαδίμηρο και τον έκανε να νιώσει άνετα με τον πατέρα Σεραφείμ.
Όμως, δεν ήταν σαφές εκείνη τη στιγμή αν αυτή η συνάντηση επηρέασε καθόλου την κοσμοθεωρία του Βλαδίμηρου.
Στο ταξίδι της επιστροφής στη Λεμεσό, συζήτησα με την Έμιλι και τους φίλους μας μερικές σκέψεις μου για το πώς μπορεί κανείς να κατανοήσει… τη ριζική μεταμόρφωση του πρώην άθεου.
Πηγή: Απο το βιβλίο: Ο μέσα ποταμός, του Κυριάκου Μαρκίδη, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ
«Και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως, και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι.
Και εάν δανείζητε παρ’ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα. πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχάριστους και πονηρούς, γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί» (Λκ. 6, 31, 36).
Τόσο απλά λόγια! Είναι τόσο απλά και τόσο φυσικά ώστε ο άνθρωπος, όταν πρώτη φορά ακούει ότι πρέπει να φέρεται στους άλλους έτσι όπως ήθελε οι άλλοι να φέρονται σ’ αυτόν, αισθάνεται αμηχανία. Κύριε! Πώς μόνος μου δεν το σκέφτηκα! Όλα τα σπουδαία και μεγάλα πράγματα είναι απλά και όλη η διδασκαλία του Χριστού είναι καταπληκτικά απλή. Απευθυνόταν στους ανθρώπους με απλή καρδιά. Την δέχτηκαν οι απλοί αλιείς από την Γαλιλαία και έγιναν φως για όλο τον κόσμο.
Τον Χριστό ζητούσαν και μετά Τον ακολούθησαν κυρίως απλοί άνθρωποι γιατί ο λόγος Του είναι απλός και εύκολα αγγίζει την καρδιά του ανθρώπου. Όλη η διδασκαλία Του είναι κατανοητή και όμως πόσο μακριά απ’ αυτή είναι η δική μας πραγματικότητα!
Σπάνιο πράγμα να φερόμαστε στους ανθρώπους όπως θα θέλαμε να μας φέρονται αυτοί. Περιμένουμε από τους άλλους να μας σέβονται αλλά οι ίδιοι τους ταπεινώνουμε, θέλουμε να μας βοηθάνε, όταν υπάρχει ανάγκη, άλλά οι ίδιοι ποτέ δεν σκεφτόμαστε πως να βοηθήσουμε τον πλησίον.
Τι σημαίνει αυτό; Γιατί είναι έτσι τα πράγματα; Γιατί δεν φερόμαστε στους ανθρώπους όπως θέλουμε να μας φέρονται αυτοί;
Δεν συμπεριφερόμαστε έτσι με όλους τους ανθρώπους. Στους πιο στενούς συγγενείς μας, στους ανθρώπους που αγαπάμε, στην γυναίκα μας, στα παιδιά μας, στον πατέρα και την μητέρα μας, φερόμαστε έτσι όπως το λέει ο Χριστός στις εντολές του, τους αγαπάμε σαν τον εαυτό μας και δεν τους κάνουμε αυτά που θα ήταν δυσάρεστα για μας αν μας τα κάνανε οι άλλοι. Ποια μητέρα, η οποία με όλη την καρδιά της αγαπάει το παιδί της, δεν προσφέρει σ’ αυτό όλη την αγάπη και την τρυφερότητα που έχει, ακόμα και την ζωή της; Έτσι ακολουθεί το νόμο του Χριστού.
Σ’ αυτούς όμως που ονομάζουμε πλησίον αλλά στην πραγματικότητα τους θεωρούμε ξένους δεν φερόμαστε με τον ίδιο τρόπο. Τι μας εμποδίζει να τους φερόμαστε έτσι όπως φερόμαστε σ’ αυτούς που αγαπάμε; Ο εγωισμός και η φιλαυτία μας, γιατί μόνο τον εαυτό μας αγαπάμε. Γι’ αυτό είμαστε καλοί με τους συγγενείς μας, επειδή τους αγαπάμε, και ψυχροί με τους άλλους, γιατί δεν τους αγαπάμε. Τον εαυτό μας φροντίζουμε και τον αγαπάμε και τους ανθρώπους γύρω μας δεν τους αγαπάμε, συχνά τους πικραίνουμε και τους προσβάλλουμε.
Και αυτό που ζητά από μας ο Κύριος είναι τόσο φυσικό, τόσο καθαρό και τόσο ιερό «Και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Και στη συνέχεια λέει: «Και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί;… πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί υψίστου».
Δύσκολο πράγμα ζητάει από μας ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Θέλει να αγαπάμε τους εχθρούς μας. Μήπως αυτό είναι εύκολο; Όχι, αλλά πάρα πολύ δύσκολο. Να αγαπάνε τους εχθρούς τους μαθαίνουν αυτοί που έχουν καθαρή καρδιά, που με όλη την καρδιά τους αγαπάνε τον Θεό και τηρούν τις εντολές του, αυτοί που μέσα τους κατοικεί το Άγιο Πνεύμα, το πνεύμα της ταπείνωσης, αυτοί που όλο το είναι τους διαποτίζεται από αγάπη.
Αυτοί που έμαθαν να αγαπάνε τους εχθρούς και τους ανθρώπους που τους μισούσαν, νικούσαν με αγάπη τους αντιπάλους τους. Με τη δική τους αγάπη μάζευαν πάνω στο κεφάλι των έχθρων τους αναμμένα κάρβουνα, έκαναν την καρδιά τους να καίει και μ’ αυτό τον τρόπο από εχθρούς τους κάνανε φίλους.
Ο Κύριος λέει να μην περιμένουμε ανταπόδοση για το καλό που κάνουμε στους άλλους και μας υπόσχεται μεγάλη ανταμοιβή, μας υπόσχεται αιώνια χαρά και αγαλλίαση και λέει ότι θα γίνουμε υιοί του Υψίστου. «Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί»… «Ότι αυτός χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς». Στέλνει βροχή σε όλους τους ανθρώπους, και καλούς και μη, και τον ήλιο διατάζει να φωτίζει όλο τον κόσμο.
Πού βρίσκεται η ρίζα της ευσπλαχνίας; Η ρίζα της ευσπλαχνίας είναι η συμπόνοια. Η συμπόνοια είναι το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της αγάπης. Εκεί όπου υπάρχει η αγάπη υπάρχει και η συμπόνοια, γιατί δεν μπορεί να αγαπάει κανείς και να μην συμπάσχει. Δεν μπορεί να μην βοηθάει αυτούς που έχουν ανάγκη. Και το κάνει χωρίς να περιμένει τίποτα, καμία ανταπόδοση.
Από την καθαρή αγάπη πηγάζει η ευσπλαχνία, αυτή μας κάνει να πραγματώνουμε αυτές τις εντολές του Χριστού, να δανείζουμε σ’ αυτούς που δεν περιμένουμε να πάρουμε πίσω και να κάνουμε άλλα διάφορα έργα. Αυτόν που έτσι ενεργεί περιμένει μεγάλη χαρά, αυτός θα κληθεί υιός του Υψίστου.
Ξέρετε τι λέει ο Κύριος Ιησούς Χριστός για την φοβερά του Κρίση, γιατί θα δικαιωθούν οι δίκαιοι; Μόνο εξαιτίας της αγάπης τους και για τα έργα της αγάπης που είχαν κάνει. Θα κληθούν υιοί του Υψίστου και θα λάμψουν σαν τα άστρα του ουρανού. Και αυτοί που δεν είχαν αγάπη και δεν έκαναν έργα ελεημοσύνης θα κληθούν υιοί του διαβόλου και θα μοιραστούν μαζί του την αιώνιο βάσανο.
Από τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, το μέγα απόστολο της αγάπης, έχουμε μάθει ότι η αγάπη είναι πλήρωμα όλου του νόμου. Η ευσπλαχνία είναι και αυτή όλος ο νόμος του Χριστού, διότι και αυτή πηγάζει από αγάπη.
Τι λοιπόν πρέπει να κάνουμε για να αποκτήσουμε την αγάπη; Ω, αυτό είναι μεγάλη υπόθεση, είναι ο σκοπός της ύπαρξής μας, όλης της ζωής μας. Γι’ αυτό μας έπλασε ο Θεός, για να Τον πλησιάζουμε. Γι’ αυτό ζούμε, για να γίνουμε υιοί του Υψίστου, για να τελειοποιούμαστε και να Τον ποθούμε.
Ποιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσουμε;
Να πορευόμαστε διά μέσου της στενής πύλης, την ακανθώδη και τεθλιμμένη οδό, χωρίς να φοβόμαστε την θλίψη και τον πόνο γιατί είναι η αρχή του καλού. Πρέπει να ακολουθήσουμε την οδό των θλίψεων, εφαρμόζοντας στη ζωή μας τις εντολές του Χριστού. Με ακούραστη προσευχή και νηστεία πρέπει να επιδιώκουμε την στενή κοινωνία με τον Θεό.
Αυτοί έχουν αποκτήσει την αγάπη που σαν τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ μέρα και νύχτα προσεύχονταν και ζούσαν στην εγκράτεια. Τις καρδιές τέτοιων ανθρώπων ο Κύριος καθαρίζει από κάθε ακαθαρσία, διότι το Άγιο Πνεύμα μόνο στην ταπεινή καρδιά μπορεί να κατοικήσει. Πρέπει να αποκτήσουμε την πραότητα και την ταπείνωση και τότε θα έλθει η θεία αγάπη.
Υπάρχει ανάγκη πολλά να ζητάμε όταν μετανοούμε και προσευχόμαστε για τις αμαρτίες μας. Αλλά η πρώτη μας αίτηση πρέπει να είναι αυτή, να καθαρίσει από την κακία ο Κύριος την καρδιά μας και να μας χαρίσει τις αρετές, την πραότητα, την ταπείνωση και την θεία αγάπη. Ας μην ξεχνάμε ποτέ την πιο χρήσιμη προσευχή, αυτή στην οποία ζητάμε αγάπη.
Να προσεύχεστε και με τα δικά σας λόγια, έτσι όπως σας φωτίσει ο Θεός. Μπορείτε, για παράδειγμα, με τον εξής τρόπο- «Κύριε, δώσ’ μου την θεία αγάπη, μάθε με να αγαπάω όλους τους ανθρώπους, και αγενείς και αναιδείς, ακόμα και ανόητους και ασεβείς, όπως Εσύ, Κύριε, όλους μας αγαπάς, τους καταραμένους και αμαρτωλούς ανθρώπους».
(Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, “Λόγοι και Ομιλίες”, Τόμος Γ’, Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”)
Ο μεγάλος Πνευματικός πόλεμος
Θα ήταν ωφελιμώτερο να σιωπούσαμε μάλλον, για να μη διακόψουμε την κατανυκτική διάθεσι της ψυχής μας από την ωφελιμότατη ανάγνωση που προ ολίγου κάναμε στην τράπεζα από τον Συναξαριστή.
Αλλά επειδή μας δόθηκαν μερικές αφορμές να εξηγήσουμε μερικά πράγματα από τη συνέχεια αυτών που διαβάσαμε, τα οποία μας απασχολούν συχνά στη ζωή μας, θα μιλήσουμε και πάλι.
Η ανάγνωση ήταν περί της θαυμάσιας οπτασίας του Γέροντα και Ηγουμένου Κοσμά Μοναχού, που είναι γνωστή σ’ όλη την ιστορία της Εκκλησίας μας. Σε πολλά σημεία αυτής της θαυμαστής διηγήσεως θα μπορούσαμε να σταθούμε, αλλά τώρα θα μείνουμε σε δύο.
Το ένα είναι η περιγραφή κατά το ανθρωπίνως δυνατόν, όπως και ο ίδιος ο οσιώτατος Γέροντας διηγήθηκε, των υπερφυσικών και απερίγραπτων αγαθών «τα οποία ετοίμασε ο Θεός για όσους τον αγαπούν» και μας αρκεί ο λόγος του Παύλου για την ασύλληπτη ποιότητά τους, επειδή τα δικά μας μέσα και όργανα δεν μπορούν να τα φανταστούν και να τα παραστήσουν.
Λέει? «μάτι δεν τα είδε κι ούτε τ’ άκουσε αυτί κι ούτε που τα ’βαλε ο λογισμός του ανθρώπου»(Α΄Κορ. 2, 9)
Και αυτά είναι οι θεοπρεπείς ενέργειες της πατρικής του Θεού Παναγάπης, οι οποίες κατατάσσουν όσους «τον δέχτηκαν» στην υιοθεσία, ώστε να αισθάνονται «κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Υιού του». Και πολλά άλλα χωρία της Γραφής μαρτυρούν αυτό το πλήρωμα του προορισμού μας στην επέκταση της κατά χάριν θεώσεως, όπου και ολοκληρώνεται η θεία οικονομία. Όλα αυτά τα αγαθά δεν υπερβαίνουν δικαίως κάθε περιγραφή;
Στη διήγηση ακούσαμε για τον χώρο της μελλούσης ζωής. Με βάση αυτό το σημείο επεκτεινόμαστε θεωρητικά και σε άλλα, κατά τη δύναμή του ο καθένας, και εφαρμόζουμε το λόγιο του Αββά Ησαΐα, ερεθίζοντάς μας σε ζήλο, «να θυμάσαι τη βασιλεία των ουρανών και ο πόθος της σιγά-σιγά θα σε ελκύσει».
Το άλλο που θα αναφέρω, είναι η περιγραφή των πονηρών πνευμάτων και του αρχηγού τους, οι οποίοι αδίστακτα και ακούραστα επινοούν τρόπους για την καταστροφή μας. Ο τελευταίος λόγος του αρχηγού των δαιμόνων, που απηύθυνε στον όσιο Γέροντα, είναι δηλωτικός της αδιάλειπτης κακουργίας τους εναντίον μας με βαθύτερα και σημαντικότερα για μας διδάγματα· «κι αν μου ξέφυγες τώρα, δεν θα πάψω να προκαλώ σκάνδαλα και πειρασμούς στο Μοναστήρι σου και σε σένα τον ίδιο».
Αυτές ήταν οι δηλώσεις του Εωσφόρου προς τον άγιο Μοναχό που ξέφυγε από τα δίχτυα του. Δεν μας είναι άγνωστη η διαβολική κακουργία από την πατερική μας παράδοση. Αλλά και εδώ, ακριβώς τώρα, μαθαίνουμε πού έχουν τη ρίζα τα πολύμορφα κακά και δεινά, τα οποία νύχτα-μέρα μας ταράζουν, ώστε πολλές φορές να προκαλούν την αδράνειά μας στον αγώνα μας, να μη πω και τη θλιβερή μας οπισθοχώρηση.
Στον πρακτικό τομέα της χριστιανικής μας αγωγής βρίσκεται η ουσία και λεπτομέρεια του στόχου και του σκοπού. Εδώ φαίνεται και δοκιμάζεται ο καθένας και ή κερδίζει ή χάνεται. Αυτό είναι που διερωτάσθε πολλές φορές, γιατί και από πού οι τόσες αλλοιώσεις και μεταπτώσεις και μεταβολές που μας συμβαίνουν; Κατά το λόγο του Κυρίου μας, «δεν γίνεται να μην έλθουν τα σκάνδαλα». Αυτό μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε το συνεχή πόλεμο. Εδώ θα εισέλθουμε βαθύτερα για να ανακαλύψουμε τους παράγοντες που προκαλούν την κρούση.
Όποιος δεν έχει πείρα του πνευματικού νόμου διερωτάται? «τί μου συμβαίνει; Ενώ είμαι ο ίδιος και τίποτε από την πρόθεσή μου και την απόφασή μου δεν άλλαξε, ούτε ο τόπος και το περιβάλλον μου, πώς μου συμβαίνουν τώρα όλα αυτά τα αντίθετα αισθήματα και η επίμονη βία να υποκύψω σε νοήματα και πράξεις που κατέκρινα και απέβαλα από τον εαυτό μου; Έπειτα, από πού προέρχονται οι τόσες ταραχές, οι διαφωνίες, οι ερεθισμοί, οι συγκρούσεις, και —γενικά— τα σκάνδαλα, που με παράλογο και βίαιο τρόπο προσπαθούν να επικρατήσουν, αφού συγκρινόμενα δεν έχουν ούτε λόγο, ούτε θέση και ούτε είναι ποτέ δυνατόν να σταθούν;».
Στην περικοπή της παραβολής των ζιζανίων ο Κύριός μας μιλά για τον εχθρό άνθρωπο που σπέρνει τα ζιζάνια. Και να, σήμερα στη διήγηση που ακούσαμε με το ίδιο το στόμα του αγίου Γέροντα, μόνος του ο πονηρός διάβολος μας φανερώνει ότι αυτός είναι που προκαλεί τα δεινά και δηλώνει απερίφραστα και με καύχηση ότι θα συνεχίσει το ίδιο διαβολικό έργο σε όλη μας τη ζωή. Και ο Κύριός μας με την ανοχή του να μην εκριζώσει πρόωρα τα ζιζάνια από το σιτάρι μέχρι το θερισμό, μας δίνει την ίδια εικόνα.
Υπάρχουν και άλλες αιτίες που προκαλούν αλλοιώσεις, κατά τη γνώμη των Πατέρων μας, τις οποίες θ’ αναφέρουμε ίσως άλλη φορά. Τώρα θα πούμε μόνο για τη διαβολική επήρεια, που είναι η πλέον σημαντική στον αγώνα μας σαν παμπόνηρη και αδιάλειπτη και σκληρή. Αν και έτσι αξίζει να περιγράψουμε τη διαβολική ιδιότητα, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι έτσι και αυτό αποδεικνύεται και από τη Γραφή και από τους Πατέρες. Στο Ευαγγέλιο ο Κύριός μας λέει ότι «ο άρχοντας αυτού του κόσμου εκδιώχθηκε και καταδικάστηκε» και ο Δαβίδ πάλιν ότι «η δύναμη του εχθρού χάθηκε οριστικά».
Οι δε Πατέρες μας, με την πολύπλευρη και μεγάλη εμπειρία τους, οι κατ’ ευθείαν αντίπαλοι και νικητές του, μας ερμήνευσαν στα συγγράμματα και τους βίους τους πως στους προσεκτικούς είναι εντελώς αδύνατος και στερημένος κάθε εξουσίας και μόνο αυτό μπορεί, να παρακινήσει με τη μορφή προσβολής. Είπα στους προσεκτικούς, και αναρωτιέμαι? είμαστε από την τάξη των προσεκτικών; Νομίζω και πιστεύω, ότι είναι το αναφαίρετο δικαίωμά μας. Επειδή είμαστε έξω από τα συστήματα του κοινωνικού και οικογενειακού βίου, που δημιουργούνται οι μέριμνες των αναγκών και των υποχρεώσεων, και ελεύθεροι από τις ασχολίες τους, ανήκουμε στην τάξη των προσεκτικών, αυτών που μπορούν να τηρούν τον νου.
Αυτό αναφέρεται και στο βίο του Μεγάλου Πατέρα μας Αντωνίου? όταν τον ρωτούσαν οι φιλόσοφοι του κόσμου, τί περισσότερον έχουν οι Μοναχοί, τους αποκρίθηκε ότι «εμείς νουν τηρούμε» και ομολόγησαν την αδυναμία τους σ’ αυτό το σημείο. Πολλές φορές επέμεινα σ’ αυτό και δεν θα σταματήσω να το επαναλαμβανω, γιατί είναι ακριβώς το κέντρον του στόχου μας.
Η τήρηση του νου είναι για τον Μοναχό το κύριο έργο και καθήκον του, γιατί μόνον έτσι θα «τηρεί με κάθε προσοχή την καρδιά του» και θα «σκοτώνει πολύ νωρίς τους αμαρτωλούς λογισμούς» και θα επαναλαμβάνει με ευχαρίστηση τα λόγια του ψαλμού «ταλαίπωρη Βαβυλώνα…, μακάριος θα είναι εκείνος, που θα κρατήσει στα χέρια του τα βρέφη σου και θα συντρίψει κτυπώντας αυτά στους βράχους»( Ψαλμ. 136, 8-9).
Ο εξωρισμένος και πεσμένος διάβολος, μη έχοντας θέση μέσα και γύρω, πολεμά από μακριά στέλοντας τους λογισμούς ως βέλη, που στην πνευματική γλώσσα ονομάζεται «προσβολή». Αυτός είναι ο μόνος τρόπος, με τον οποίο μπορεί να πλησιάσει και επηρεάσει τον άνθρωπο, υπενθυμίζοντας εικόνες και γεγονότα του παρελθόντος.
Εάν ο άνθρωπος, και μάλιστα ο Μοναχός, βρίσκεται σε επιφυλακή και «τηρεί το νου», ελέγχει το λογισμό που πλησιάζει και ρωτά, «είσαι δικός μου η εχθρικός;», οπότε ο λογισμός είναι υποχρεωμένος ν’ απαντήσει. Βλέπετε η πανσοφία των Πατέρων μας μάς παρέδωσε με λεπτομέρεια όλη την πρακτική και θεωρητική επιστήμη όλης της ζωής μας, της εργασίας και συμπεριφοράς, της διαμονής και διατροφής, της ενδυμασίας και των νυχθημερών μας προσευχών και, γενικά, όλου του κύκλου των σκέψεων και κινήσεών μας, ώστε καθετί που μας πλησιάζει σαν προσβολή να είναι χωρίς κάλυμμα και φανερή από που έρχεται και τι ζητά.
Με βάση τα προγράμματα της Πατερικής παραδόσεως και ζωής γνωρίζουμε αμέσως το παράλογο —όταν είναι παράλογος— του λογισμού που πλησίασε και τον απορρίπτουμε κατά το παράδειγμα του Κυρίου μας στην έρημο, όπου νήστεψε και πολέμησε το διάβολο, για να μας διδάξει την τέχνη. Εκεί ακριβώς ο Ιησούς μας ήταν Μοναχός? νήστευε, αγρυπνούσε, ακτημονούσε, παρθένευε και προσευχόταν. Ω! τι ωραία εικόνα για όσους θέλουν να τον μιμηθούν!
Στη ζωή μας υπάρχουν πολλά στοιχεία, που μας βοηθούν να συλλάβουμε τη διαβολική κακουργία και ν’ αποκλείσουμε αμέσως τον σατανά. Στη φιλαυτία, το περιεκτικό αυτό κακό, θ’ αντιτάξουμε το λόγο του Αρχηγού της σωτηρίας μας «ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ψωμίο»· στον εγωϊσμό το «δεν πρέπει να βάλω σε δοκιμασία τον Κύριο, τον Θεόν μου»? πιστεύοντας απόλυτα στην Πατρική του κηδεμονία θ’ αντιμετωπίσουμε την απληστη πλεονεξία με το «φύγε από μπροστά μου σατανά? μόνο τον Κύριο τον Θεόν μου θα προσκυνήσω και αυτόν μόνο θα λατρέψω».
Προβάλλοντας ο διάβολος το παράλογο και άσκοπο φροντίζει και να το συγκαλύψει με εύλογη πρόφαση. Αλλοιώς είναι αδύνατο ν’ απατήσει. Γι’ αυτό χρειάζεται συνεχώς η νήψη, για να μην κερδίζει ο απατεώνας.
Επειδή όμως ο κοινοβιακός τρόπος της ζωής μας, ως κοινωνικότερος, δεν παρέχει απολύτως τα στοιχεία της ησυχίας, που έχουν οι ερημίτες και αγωνίζονται απερίσπαστοι, υπάρχει και άλλος τρόπος εξ ίσου αποτελεσματικός, που αντικαθιστά πλήρως την εργασία της νήψεως. Οι Πατέρες τονίζουν την ακρίβεια της συνειδήσεως στα καθήκοντά μας γενικά και υποστηρίζουν ότι μόνον αυτό φθάνει να οδηγήσει τον άνθρωπο στην κατόρθωση του προορισμού του.
Όταν συνειδητοποιούμε το λόγο της Γραφής «είναι καταραμένος όποιος κάνει το έργο του Κυρίου με αμέλεια» και το «υπηρετήστε τον Κύριο με φόβο, για να δοκιμάσετε στην καρδιά σας την αγαλλίαση, που φέρει η ευλάβεια προς τον Θεό και ο φόβος», φροντίζουμε όλα μας τα έργα και τα νοήματα να είναι κατά Θεόν.
Στα τυπικά των Κοινοβίων της Αιγύπτου και της Λιβύης παλαιότερα, και κατόπιν των Στουδιτών, αναφέρονται με λεπτομέρεια οι κανόνες, που με πολλήν ακρίβεια τηρούσαν οι Πατέρες ακόμη και στα πιο ασήμαντα πράγματα. Ο Όσιος Πατέρας μας Συμεών ο νέος Θεολόγος αναφέρει πολλά στις Κατηχήσεις του και ειδικά για τη φυλακή-προσοχή της συνειδήσεως, για την οποίαν έδειξε πολλή σπουδή και προσοχή στο βίο του, καθώς ο ίδιος λέγει.
«Μην είστε οκνηροί σ’ ό,τι πρέπει να δείχνετε ζήλο, να έχετε πνευματικό ενθουσιασμό, να υπηρετείτε τον Κύριο»(Ρωμ. 12, 11) παρακινεί ο Παύλος. Αλλά δεν έχει τόσο σημασία η απόδοση της εργασίας που παρέχει η διακονία, όσον η ακρίβεια της συνειδήσεως στο σκοπό για τον οποίον έγινε η διακονία, «γιατί ο Θεός αγαπά αυτόν που δίνει με ευχαρίστηση»(Β΄Κορ. 9, 7).
Με βάση το θείο θέλημα, που εκφράζεται με τις θείες εντολές, ρυθμίζουμε όλες μας τις κινήσεις και, τότε, η διαβολική πονηρία αποκαλύπτεται εξ αρχής με την πρώτη προσβολή. Σπάνια ενεργεί απ’ έξω ο πονηρός μέσω κάποιου οργάνου, προσώπου ή πράγματος. Το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου γίνεται από μέσα με τους λογισμούς.
Εάν ο Μοναχός βρίσκεται οχυρωμένος στο φρούριο της υπακοής, καμία προσβολή —όσο και αν φαίνεται ευλογοφανής— δεν μπορεί να παρασύρει το νου στο «συνδυασμό», δηλαδή στο να την περιεργασθεί. Ο αληθινός Μοναχός, που είναι τύπος υπακοής, δεν παραδέχεται καμμιά από πουθενά υπόδειξη ή εντολή εκτός από το νόμιμο Πατέρα ή το υπεύθυνο πρόσωπο της αδελφότητας, διότι δεν υπακούει στο δικό του θέλημα. Ο μονογενής Υιός του Θεού, ο ανακαινιστής της φθαρμένης φύσεως μας, μας δίδαξε την υπακοή σαν το κατ’ εξοχήν φάρμακο της θεραπείας.
Η πείρα της πρώτης ήττας του πρωτοπλάστου μας δίδαξε να μη πιστεύουμε στους δικούς μας λογισμούς, γιατί αυτούς δανείζεται ο σατανάς και μας μεταφέρει την απάτη, η οποία δεν είναι άλλο παρά η παράβαση της εντολής του Θεού. Πολλές φορές πέφτουμε στη πλάνη με την πρόφαση της λογικής και έτσι χάνουμε το νόημα του σκοπού. Δεν είμαστε εργάτες ούτε εργαλεία παραγωγής, αλλά πιστοί υπήκοοι Εκείνου που μας χάραξε αυτόν το δρόμο και γι’ αυτό σωζόμαστε «από την πίστη και όχι από τα έργα».
Ο Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή του, η οποία είναι μάλλον ύμνος, αναφέρει περί του τρόπου της δικαιώσεως-σωτηρίας όλων των αγίων ότι έγινε «με την πίστη». Ο Αβραάμ, το πρότυπο του πραγματικού ανθρώπου του Θεού, «πίστευσε στον Θεό και γι’ αυτή του πίστη ο Θεός τον αναγνώρισε δίκαιο»(Ρωμ. 4, 3).
Με το σύνδεσμο της μεταξύ μας αγάπης και την ακρίβεια του νοήματος της υπακοής κρατούμε αναμμένη την λαμπάδα της συνειδήσεως, που μας φωτίζει στις σκοτεινές παγίδες του σατανά, ο οποίος με άπειρες προφάσεις και λογικές προσπαθεί να μας απατήσει. Αλλά, κατά το λόγο της Γραφής, μένουμε πανέτοιμοι, ώστε όταν «η οργή ενός άρχοντος ξεσπάσει και στραφεί εναντίον σου, μη ταραχθείς και μη δώσεις αφορμή»(Εκκλ. 10, 4).
Συνοψίζοντας, αναφερόμαστε στα δύο σημεία, στα οποία στρέψαμε την ομιλία μας: α) η συνεχής μνήμη της βασιλείας των ουρανών που μας περιμένει και β) η βαθύτερη γνώση της λύσσας του εχθρού μας διαβόλου κατά πόλεμό του εναντίον μας.
Αυτά επιτυγχάνονται με τη σωστή εργασίας του νου, γι’ αυτό και «νουν τηρούμε», όπως oι Πατέρες μας παρέδωσαν. Όταν ο νους γρηγορεί με τη νήψη, ελέγχει τους λογισμούς που μας προσβάλλουν, ποιοι είναι δικοί του και ποιοι είναι ξένοι και παρείσακτοι, και ερευνά το σκοπό που επιδιώκουν. Οι φυσικοί λογισμοί είναι απλοί, κινούμενοι μεταξύ χρείας και καθήκοντος με κεντρικό σκοπό τις εντολές του Θεού, οπότε η ψυχή και η συνείδηση ηρεμούν? αυτή είναι η φυσική κίνηση.
Όταν ο λογισμός είναι ξένος και άρα, πονηρός, τότε είναι σύνθετος και όχι απλός. Δηλαδή, βρίσκεται μεταξύ νοήματος και πάθους, και αμέσως προκαλεί στη ψυχή αυτών που προσέχουν ανησυχία για τις σκέψεις που ακολουθούν για την κάλυψη του παραλόγου, που περιέχεται στο πάθος με το οποίο είναι ενωμένο το νόημα.
Νόημα είναι η σκέψη και περιγραφή κάποιου πράγματος ή προσώπου που χρειάζεται ή και όχι. Και αυτό δεν είναι ούτε υπεύθυνο ούτε κακό σαν απλή σκέψη, γιατί κανένα πράγμα δεν είναι από μόνο του κακό, αλλά μόνο η κατάχρησή του το μεταβάλλει σε κακό. Το πάθος όμως που το ακολουθεί μεταβάλλει το σκοπό του νοηθέντος πράγματος σε εμπαθή χρήση και συνεχίζει την παράταση των λογισμών στην εφεύρεση τρόπου καλύψεως του πράγματος θεμιτά ή αθέμιτα.
Και εδώ, αν η συνείδηση δεν σκοτιστεί και ενεργεί, ανίσταται και ελέγχει. Αυτή είναι η ταραχή, που απουσιάζει από τους απλούς και φυσικούς λογισμούς.
Αυτές οι λεπτομέρειες είναι για μας τους Μοναχούς. Αλλά γι’ αυτό γίναμε Μοναχοί, ώστε απερίσπαστοι και αμέριμνοι να ασχολούμαστε με τον εσωτερικό άνθρωπο, όπου αρχίζει και τελειώνει η καθαρότητα της καρδίας και, καθώς γνωρίζουμε, «όσοι έχουν καθαρή καρδιά, αυτοί θα δουν το πρόσωπο του Θεού». Αμήν.
Γέροντος Ιωσήφ, Λόγοι Παρακλήσεως, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 15, σ. 131-138, σε νεοελληνική απόδοση.